πρασεῖος

πρασεῖος
πρᾰσεῖος, α, ον,
A f.l. for πράσινος, Poll.10.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πράσειος — ο, Ν (ορυκτ.) κρυπτοκρυσταλλική κοκκώδης παραλλαγή τού χαλαζία με σκουροπράσινο χρώμα, που θεωρείται πολύτιμος λίθος και χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία …   Dictionary of Greek

  • πράσειον — πρασεῖος masc acc sg πρασεῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”